- αἰτρία
- αἰτρία, for αἰθρία, barbarism in Ar. Th.1001.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιτρία — αἰτρία, η (Α) (βαρβαρισμός στον Αριστοφάνη) αντί του αἰθρία* … Dictionary of Greek